μπαταξής

μπαταξής
ο
(λ. τουρκ.), αυτός που δεν πληρώνει όσα οφείλει, ο κακοπληρωτής: Μην του δανείσεις λεφτά, είναι μπαταξής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μπαταξής — και μπατακτσής και μπαταχτσής και μπαταχτζής, ο, θηλ. ίδισσα και ού αυτός που δεν εξοφλεί τα χρέη του, ο κακοπληρωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. batakci (< batak «βούρκος»)] …   Dictionary of Greek

  • μπατακτσής — ο βλ. μπαταξής …   Dictionary of Greek

  • μπαταξηλίκι — και μπατακτσηλίκι και μπαταχτσηλίκι, το η ιδιότητα ή η πράξη τού μπαταξή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαταξής + κατάλ. λίκι, λ. τουρκικής προέλευσης (πρβλ. θεριακ λίκι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”